γκαρσόνι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκαρσόνι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γκαρσόνι τό, κοιν. γκαρσὸν κοιν. γκαρσό’ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γαρdζού-νι Καλαβρ. (Μπόβ.) Θηλ. γκαρσόνα σύνηθ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Γαλλ. garçon=ἀγόρι καὶ κατ’ ἐπέκτ. τραπεζοκόμος.

Σημασιολογία

1) Ὑπάλληλος ἑστιατορίου, ζαχαροπλαστείου, λέσχη κλπ. λαμβάνων καὶ ἐκτελῶν τὰς παραγγελίας τῶν πελατῶν σύνηθ; Ποῦ εἶναι τὸ γκαρσόνι νὰ πληρώσω; Γκαρσόν, ἔλα κάνε μου τὸ λογαριασμὸ. Δὲν εἶναι διόλου περιποιητικὸ αὐτὸ τὸ γκαρσόνι σύνηθ. Δὲν βρῆκε ἄλλη δουλειˬὰ νὰ κάνῃ παρὰ πῆγε γκαρσόνα σὲ καμπαρὲ ’Αθῆν. || ᾌσμ. Ἡ πιˬὸ καλὴ γκαρσόνα εἶμ᾽ ἐγώ, γιˬατὶ μὲ κέφι ὅλους τοὺς κερνῶ ’Αθῆν. Γκαρσόν, γκαρσόν, γκαρσόν, γκαρσόν, φέρε σαράντα τιρμπουσόν Ἀθῆν. Συνών. παιδί, σερβιτόρος. 2) Τὸ ἀγόρι, ὁ νέος, ἰδίως ὁ ἄγαμος ἀνῆρ Καλαβρ. (Μπόβ. κ.ἀ.) -Λεξ. Μ. ᾿Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ. || ᾎσμ. Νὰ τραβουδοῦσι τὰ καλὰ γαρdζού-να, ποὺ ἔναι ἀgαπημένα ἀν dήφ-φαία. (νὰ τραγουδοῦν τὰ καλὰ παιδιὰ ποὺ εἶναι ἀγαπημένα ἀπὸ τὴ φασκιὰ) (Μπόβ.) 3) Ὁ σύζυγος, ὁ μένων ἐνίοτε μόνος, ἐν ἀπουσίᾳ τῆς συζύγου (ἡ σήμ. καὶ εἰς τὴν Γαλλικὴν) Ἀθῆν.: ’Απὸ αὔριο ἡ γυναῖκα μου θὰ πάῃ ’ς τὰ λουτρὰ καὶ θὰ μείνω γκαρσόνι. Σήμερα θὰ φάω ἔξω, γιˬατὶ εἶμαι γκαρσόνι, ἡ γυναῖκα μου πῆγε ἀπ’ τὸ πρωΐ ’ς τὴ μητέρα της. Ἡ λ. καὶ ὡς παρωνύμ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γκαρσό’ Μακεδ. (Ροδολίβ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/