ἁλατισεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁλατισεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἁλατισεˬὰ ἡ, ἀμάρτ. ἁλατ’σεˬὰ Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀμαρτ. οὐσ. ἁλάτισι.
Σημασιολογία
1)Ποσότης ἅλατος ὅση ἀρκεῖ πρὸς ἁλάτισμα ἑνὸς φαγητοῦ Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) κ.ἀ.: Νιˬὰ ἁλατ’σεˬὰ θέλου ν’ ἁλατίσου τοὺ φαεῖ Αἰτωλ. Τρεῖς ἁλατ’σεˬὲς ἁλάτ’ ἔ’ οὑ ἁλατουλόους μας αὐτόθ. 2)Τὸ μέρος ὅπου παρέχουν πρὸς τροφὴν ἅλας εἰς τὰ ποίμνια Ἤπ. κ.ἀ. Πβ. ἁλαταρεˬὰ 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA