ἁλατόγουρνα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁλατόγουρνα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἁλατόγουρνα ἡ, ἀμάρτ. ἁλατσόγουρνα Κάλυμν. Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ. ἁλατσόουρνα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἁλατσόσγουρνα Πελοπν. (Λακων.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. ἁλάτι καὶ γούρνα.

Σημασιολογία

Κοιλότης εἰς παράλιον βράχον, εἰς τὴν ὁποίαν εἰσρέει ἡ θάλασσα καὶ ἐξατμιζομένη ἀφίνει ἅλας ἔνθ’ ἀν.: Πάμε ’ς τοὶς ἁλατσόγουρνες νὰ πάρωμε ἁλάτι Λακων. Ταχεˬὰ ταχεˬὰ διˬάηκα ’ς τσ’ ἁλατσόουρνες, μὰ εἶχα dο μαζωμένο (ἐνν. τὸ ἁλάτι) Ἀπύρανθ. Συνών. ἁλατότοπος 1, ἁλυκὴ. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἁλατσόγουρνες καὶ τοπων. Κάλυμν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/