ἁλατόπετρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁλατόπετρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἁλατόπετρα ἡ, Κεφαλλ. Πελοπν. (Μεσσ.)-Λεξ. Μ.Ἐγκυκλ. Ἐλευθερουδ. ἁλατσόπετρα Κρήτ. ἁλακόπετρα Εὔβ. (Κονίστρ. Κύμ.)-Λεξ. Ἠπίτ. Μ.Ἐγκυκλ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἁλάτι καὶ πέτρα.
Σημασιολογία
1)Λίθος εὔθρυπτος ὡς ἅλας, συνήθως χρώματος ὑπολεύκου Κεφαλλ. Κρήτ. Πελοπν. (Μεσσ.) 2)Λίθος σφαιρικὸς καὶ λεῖος, διὰ τοῦ ὁποίου τρίβουν τὸ ἅλας ἐπὶ πέτρας ἐπιπέδου Λεξ. Μ.Ἐγκυκλ. ᾿Ελευθερουδ. Συνών. ἀλατόβολος, ἁλατολίθι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA