ἀλαφρένω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλαφρένω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀλαφρένω, ἐλαφρύνω Λεξ. Περίδ. ἀλαφρένω σύνηθ. ἀλαφρύνω πολλαχ. ’λαφρένω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Μεγίστ. Πόντ. (Οἰν.) κ.ἀ. ’λαφρύνω Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀφρένω Τσακων. Μέσ. ’λαφρύσκουμαι Πόντ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. ἐλαφρύνω. Ἡ λ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Γ 1293 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «τὰ πράματ’ ὁ καιρὸς γλυκαίνει κὶ ἀλαφρένει». Τὸ ἀλαφρύνω μαρτυρεῖται ἤδη ἀπὸ τοῦ 15ου αἰῶνος. Πβ. Les cinq livres de la loi 30 (ἔκδ. Hesseling) «ἀλάφρυνεν ἡ κερά της εἰς τὰ μάτια της».
Σημασιολογία
1)Μετβ. κάμνω τι ἐλαφρὸν ἐλαττῶν τὸ βάρος, ἀνακουφίζω τινὰ ἐκ τοῦ βάρους σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Πᾶρε μου τὸ καλάθι νὰ μ’ ἀλαφρύνῃς σύνηθ. Καὶ ἀμτβ. γίνομαι ἐλαφρὸς ἐλαττουμένου τοῦ βάρους σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἅμα πῆραν τὰ ζῷα ἀπὸ τὴν κουβέρτα ἀλάφρυνε τὸ καΐκι. Ἀλάφρυνε τὸ φορτίο σύνηθ. Ἐξεράθαν τὰ καρβών-τὰ χορτάρ κ’ ἐλάφρυναν (ἐξηράνθησαν τὰ κάρβουνα-τὰ χόρτα κτλ.) Τραπ. Χαλδ. Ἐλάφρυνεν τὸ ξύλον Χαλδ. 2)Μετβ. ἀνακουφίζω τινὰ ἀπὸ τῆς θλίψεως, τῶν ἀλγηδόνων, τῶν κόπων, τῶν δαπανῶν κττ. σύνηθ. καὶ Πόντ.: Τὸν ἀλάφρυνε ἀπὸ τὰ ἔξοδα. Οἱ βεντοῦζες τὸν ἀλαφρύνανε πολὺ σύνηθ. Καὶ ἀμτβ. ἀνακουφίζομαι ἀπὸ τῆς θλίψεως, τῶν πόνων, δαπανῶν κττ. σύνηθ. καὶ Πόντ.: Πῆρα τὸ καθάρσιο καὶ ’λάφρενα λίγο Σαρεκκλ. Σήμερα κομμάτι ἀλάφρυνε ὁ δεῖνα (ἐπὶ ἀσθενοῦς) Βιθυν. Οὑ ἄρρουστους ἀλάφρυνι σήμιρα ψίχα Μακεδ. (Σισάν.) 3)Καθίσταμαι ἠπιώτερος, μᾶλλον ἀνεκτός, ἐπὶ νοσήματος Πόντ. (Οἰν.): Ἐλάφρυνε τὸ πάθος ἀτου. 4)Μεταφ. φέρομαι ὡς κουφόνους, δεικνύομαι μωρός, ἀνοηταίνω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. κ.ἀ.): Δὲ θέλω νὰ ’λαφρέν’ς Σαρεκκλ. Πβ. ἀλαφρυνίσκω, ἀλαφρώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA