ἀλαφρογεˬορτὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλαφρογεˬορτὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀλαφρογεˬορτὴ ἡ, πολλαχ. ἀλαφρουγεˬουρτὴ Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀλαφρὸς καὶ τοῦ οὐσ. γεˬορτή.
Σημασιολογία
Μικρὰ καὶ ἀνεπίσημος ἑορτή, καθ’ ἣν ἐπιτρέπεται ἡ ἐργασία ἔνθ’ ἀν.: Τ’ ἀλαφρουγεˬουρτὲς κάνουμι μάθ’μα Αἰτωλ. || Φρ. Εἶν’ ἀλαφρουγεˬουρτὴ (ἐπὶ μωροῦ καὶ ἀνοήτου). Συνών. ἀλαφρογεˬόρτι, ἀλαφρογεˬορτούλλα, ἀλαφρόσκολη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA