ἀλαφρόησκιˬος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλαφρόησκιˬος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀλαφρόησκιˬος ἐπίθ. ἐλαφροήσκιˬος Λεξ. Ἠπιτ. ἀλαφρόησκιˬος Ζάκ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) Σίφν. κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀλαφρὸς καὶ τοῦ οὐσ. ἥσκιˬος.
Σημασιολογία
1)Ὁ ἔχων σκιὰν ἐλαφρὰν, ἐπὶ δένδρου, τοῦ ὁποίου ἡ σκιὰ δὲν προξενεῖ κεφαλαλγίαν εἰς τὸν κοιμώμενον ὑπ’ αὐτὸ Σίφν. κ.ἀ. Συνών. ἀλαφροήσκιˬωτος 1. 2)Ὁ βλέπων εὐκόλως τὰ εἰς ἄλλους ἀφανῆ φαντάσματα Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀλαφροαίματος. 3)Ὁ εὐκόλως βλαπτόμενος ὑπὸ φαντασμάτων Πελοπν. (Μάν.) Σίφν. κ.ἀ. Συνών. ἀλαφροήσκιˬωτος 5, ἀλαφροφάνταχτος 3, ἀντίθ. βαρόησκιˬος. 4)Καχεκτικός, ἀδύνατος Ζάκ. Πελοπν. (Λακων.) 5)Ἐλαττωματικὸς κατὰ τὸ πνεῦμα Πελοπν. (Μάν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA