ἀλαφροκαμπανίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλαφροκαμπανίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀλαφροκαμπανίζω ἀμάρτ. ἀλαφροκαbανίζω Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀλαφρὰ καὶ τοῦ ρ. καμπανίζω.

Σημασιολογία

1)Ἔχω βάρος ὀλίγον: Ἀλαφροκαbανίζει τὸ μετάξι (ἤτοι τὸ βάρος του εἶναι δυσανάλογον πρὸς τὸν ὄγκον καὶ εἶναι ἀναγκαία ἡ συσσώρευσις πολλοῦ ποσοῦ πρὸς ἀποτέλεσιν ὡρισμένου βάρους). 2)Μεταφ. εἶμαι ἐλαφρόνους, μωρός. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀλαφροφέρνω 2. Πβ. ἀλαφροζυγιˬάζω, ἀλαφροζυγίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/