ἀλαφροκοιμοῦμαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλαφροκοιμοῦμαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀλαφροκοιμοῦμαι, ἐλαφροκοιμοῦμαι Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. Σηλυβρ.) κ.ἀ.-Λεξ. Λάουνδ. ἀλαφροκοιμοῦμαι Ζάκ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Κυπαρισσ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀλαφρὰ καὶ τοῦ ρ. κοιμοῦμαι.
Σημασιολογία
Κοιμῶμαι ἐλαφρῶς, ὥστε νὰ ἐξυπνῶ ἐκ τοῦ ἐλαχίστου ἤχου ἔνθ’ ἀν.: Ἡ γειτόνισσά της ἀλαφροκοιμώτανε καὶ μυῖγα νὰ πέρναγε τὴν ἄκουγε ’ς τὸν ὕπνο της (ἐκ παραδ.) Κυπαρισσ. Συνών. λαγοκοιμοῦμαι, ἀντίθ. βαρεˬοκοιμοῦμαι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA