ἀστέρφευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστέρφευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀστέρφευτος ἐπίθ. ΛΜαβίλ. Ἔργα 128.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *στερφευτὸς < στερφεύω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ στειρεύων ποτέ, ὁ ἀστείρευτος: Ποίημ. Τῆς μπίρρας τὸ χρυσὸ καὶ ἀστέρφευτο ποτάμι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA