ἀσύχυστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσύχυστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσύχυστος ἐπίθ. πολλαχ. ἀσύυστους Μακεδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *συχυστὸς < συχύζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ. Πβ. τὸ μεταγν ἐπίθ. ἀσύγχυτος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ συγχυσθείς, ὁ μὴ τεταραγμένος σύνηθ.: Ὅλους μᾶς ἐσύχυσε αὐτός, κἀνένα δὲν ἄφησε ἀσύχυστο. Δὲ μ᾽ ἀφίνει οὔτε μιˬὰ μέρα ἀσύχυστο. Δὲν περνῶ μέρα ἀσύχυστος. 2) Οὐδ. ἀσύχυστο οὐσ., ἡ ἔλλειψις συγχύσεως, ταραχῆς Ἄνδρ. Μῆλ.: Τοῦ ἄφησε πενήdα δραχμὲς γιˬὰ τὸ ἀσύχυστο (τῷ ἐκληροδότησε πενήντα δραχμὰς διὰ τὸ ἀσφαλὲς τῆς διαθήκης) Ἄνδρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA