ἀρχιμάστορας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρχιμάστορας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀρχιμάστορας ὁ, πολλαχ. ἀρ᾿μάστουρας πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀρχιμάστορης πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχι- καὶ τοῦ οὐσ. μάστορας.
Σημασιολογία
1) Ὁ πρῶτος μάστορας, ὁ ἐπὶ κεφαλῆς τῶν κτιστῶν, τεκτόνων κττ., ἀρχιτεχνίτης πολλαχ.: || Φρ. Εἶναι ἀρχιμάστορας ᾿ς τὰ τέτο͜ια (ἐμπειρότατος) Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Συνων. πρωτομάστορας. 2) Ἀρχηγός. πρῶτος τῶν ἐργατῶν, ἀρχιεργάτης Στερελλ. (Ἀγρίν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA