αἰφνίδιˬασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αἰφνίδιˬασμα
Τύπος
Λήμμα
Τυπολογία
αἰφνίδιˬασμα τό, ἀμάρτ. ’φνίδιˬασμα Σκῦρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀφνιδιˬάζω.
Σημασιολογία
Ἰσχυαλγία ἐκ διαστροφῆς τῶν μυῶν: Ἔπαθα ᾽φνίδιˬασμα τσαί δέ μποροῦ νά σαλέψου ἀπ’ τόν πόνο τ’ς μέσης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA