ἀραεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀραεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀραεύω Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Σαράχ. Σινώπ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ’ραεύω Πόντ. ἀραdεύω Πόντ. ἀρατζεύω Μακεδ. (Σέρρ.) ἀραύω Πόντ. (Ἀμισ. Κοτύωρ. Τρίπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. aramak σχηματισθὲν ἐκ τοῦ ara- θέμ. τοῦ ἀπαρ. καὶ τῆς καταλ. -εύω. Ἐν τῷ ἀραδεύω τὸ d κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ συνων. ἀραdίζω.
Σημασιολογία
Ἐρευνῶ, ζητῶ ἔνθ’ ἀν.: Πολλὰ ἐράεψα νὰ εὑρήκ’ ἀτον, ἄμα ’κ’ εὗρ’ ἀτον Τραπ. Χαλδ. Ἔντον ἕναν ὥραν ἀραεύω σε (ἔγινε μιὰ ὥρα ποῦ σὲ ζητῶ) Τραπ. Χαλδ. Ἀφορμὴν ἐράευεν Τραπ. Πῆγαν ν᾿ ἀραύουν καὶ νὰ τρώνε Τρίπ. Ἐσύ ἀδὰ τί ἀραύεις; (ἐσὺ ἐδῶ τί ζητεῖς;) Ἀμισ. Νὰ μ᾽ ἔσανε τὰ γαρδέλλ μουνα ἀδαχά, εἴχαμε ἀραέψειναμ’ ἀτα (ἂν δὲν ἦσαν ἐδῶ τὰ παιδία μας, θὰ τὰ ἐζητοῦμεν) Σαραχ. || Φρ. Ντ’ ἐράευεν εὗρεν (ἐπὶ τοῦ ἐπιτυχόντος τοῦ ποθουμένου. ντό = ἐκείνο τὸ ὁποῖον) Χαλδ. κ.ἀ. || Παροιμ. Ἀσ’ σὸν οὐρανό ντ’ ἐράευεν ᾿ς σὴν ἡῆν εὗρεν (ἐκεῖνο ποῦ γύρευε ἀπό τὸν οὐρανὸ τὸ βρῆκε ’ς τὴ γῆ. Ἐπὶ ἀπροσδοκήτου ὠφελείας ἢ εὐτυχίας) Τραπ. Χαλδ. Εἶχα σε καὶ ᾿κ᾿ ἐθέλ’να σε, ἐχάσα κι ἀραεύω σε (σὲ εἶχα καὶ δὲν σὲ ἤθελα, σὲ ἔχασα καὶ σὲ ζητῶ. Ἐπὶ τοῦ ποθοῦντός τι πρότερον ἀδιάφορον ἢ μισητὸν) Χαλδ. || ᾎσμ. Εὐτγει σιδερὶν στουράκ’ καὶ χάλκενα ταρού, ἐβγαίν’ καὶ ἀραεύ’ τον ραὰ καὶ πολιτείας (εὐτγει = κάμνει, ραδὰ = ὄρη) Τραπ. Χαλδ. Πβ. ἀραdεύω, ἀραdίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA