ἀλαφροπιάνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλαφροπιάνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀλαφροπιάνω ἀμάρτ.ἀλαφροπκιˬάν-νω Κύπρ. ἀλαβροπκιˬάν-νω Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀλαφρὰ καὶ τοῦ ρ. πιˬάνω
Σημασιολογία
Πιάνω, λαμβάνω τινὰ ἐλαφρῶς μόλις ἐγγίζων αὐτόν : ᾎσμ. Ἀλαφροπκιάσ’ με, Διγενή, πονῶ τὰ κόκκαλά μου. -- Ἀλαφροπκιˬάν-νω, Χάροντα, γελᾷς μου ταὶ μοῦ φεύκεις (ἐκ τῆς πάλης Διγενῆ καὶ Χάρου). Τιˬ ἀλαβροπκιιˬάσ’ με, Διενή, γιˬὰ νὰ σ’ ἀλαβροπκιˬάσω. Τιˬ ἀλαβροπκιˬάν-ν’ ὁ Διενὴς ταὶ σφιχτοπκιˬάν-ν’ ὁ Χάρως. Ἀντίθ. σφιχτοπιˬάνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA