ἀλάφρυσι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλάφρυσι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀλάφρυσι ἡ, ἀμάρτ.’λάφρυσι Πόντ. (Οἰν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀλαφρύνω, δι’ ὃ ἰδ. ἀλαφρένω.

Σημασιολογία

Ἡ ἐκ νοσήματος ἀνακούφισις, ἴασις : Φρ. Ἡ Παναγία νὰ δίγῃ σε τὴ ’λάφρυσί σου! (εὐχὴ πρὸς ἀσθενῆ). Συνών. ἀλάφρωσι. Πβ. ἀλάφρωμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/