ἀβαθούλλωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβαθούλλωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀβαθούλλωτος ἐπίθ. Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ἀβαθύλλωτος Πόντ. (Τρίπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. βαθουλλώνω. Ὁ τύπ. ἀβαθύλλωτος, ἐάν εἶναι ἀνύπαρκτος ὁ ρηματικὸς τύπ. βαθυλλώνω, προέκυψεν ἐξ ἐπιδράσεως τοῦ ἐπίθ. βαθύς.

Σημασιολογία

1)Ὁ μὴ γλυφείς, ὁ μὴ βαθυνθεὶς διὰ σκαφῆς, ὁ μὴ ὢν βαθουλλωμένος Πόντ. (Τραπ. Τρίπ. Χαλδ.): Σκαφίδ’ ἀβαθούλλωτον (σκαφίδ᾿=σκάφη) Χαλδ. Τὸ πεγάδ᾿ ἔν᾿ ἀβαθούλλωτον Τρίπ. 2)Ὁ μὴ ἔχων βάθος, ἀβαθής Πόντ. (Τρίπ.): Ἡ θάλασσα ἔν᾿ ἀβαθύλλωτον.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/