ἀβανιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβανιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀβανιˬάζω Πελοπν. (Σουδεν.) κ.ἀ. -ΑἘφταλ. Μαζώχτρα 193 ἀβανιˬάζου Ἤπ. κ.ἀ
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀβανιˬά.
Σημασιολογία
1)Διαβάλλω, συκοφαντῶ Πελοπν. (Σουδεν.) -ΑἘφταλ. ἔνθ’ἀν.: Ἀπὸ τὸ θεὸ νὰ τὸ βρῇς, ποῦ ἀβάνιˬασες τὸ πεˬὸ τιμημένο κορίτσι μας! ΑἘφταλ. ἔνθ’ἀν. Συνών. ἀβανεύω 1, ἀβανίζω. 2)Προδίδω, καταδίδω, συνήθως εἰς τὰς Τουρκικὰς ἀρχὰς Ἤπ.:Τοὺν ἀβάνιˬασι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA