ἀβγατερὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβγατερὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀβγατερὸς ἐπίθ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Μάν.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀβγατίζω-ἀβγατῶ κατὰ τὰ πολλὰ εἰς -ερὸς καὶ τὰ ὁμοίως ἐκ ρ. παραγόμενα, ὡς θλίβω-θλιβητερός, κόφτω-κοφτερὸς κτλ. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 29 (1917) 205.
Σημασιολογία
Ὁ αὐξανόμενος, ὁ πληθυνόμενος, συνήθως ἐπὶ τροφῶν αὐξανόμενων ἐν τῇ βράσει κατὰ ποσότητα ἔνθ’ἀν.: Ρύζι ἀβγατερό, φασόλιˬα ἀβγατερὰ κττ. Καλάβρυτ. Αὐτὸ τὸ φαεῖ δὲν εἶναι ἀβγατερό Κεφαλλ. Συνών. ἀβγατσιˬάρις, ἀβγατιστερός, ἀντίθ. ἀβγάτιστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA