ἀβγοτσώφλουδο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβγοτσώφλουδο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀβγοτσώφλουδο τό, Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀβγότσωφλο καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ούδι.

Σημασιολογία

Το κέλυφος τοῦ ὠοῦ: Φρ. Ἔσπασε σάν τ’ ἀβγοτσώφλουδο, (ἐπί πράγματος εὐθραύστου). Συνών. ἰδ. ἐν. λ. ἀβγόκουππα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/