ἀβδέλλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβδέλλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀβδέλλι τό, ἀμάρτ. ἀβδέ᾿ Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀβιδέλλι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) βιδέλλι Παξ.

Ετυμολογία

Τό μεταγν. οὐσ βδέλλιον τό δηλοῦν εἶδος φυτοῦ. Τό ἀβιδέλλι κατ’ ἀνάπτ. τοῦ ι μεταξύ δύο συμφ. Πβ. καί καπνός – καπινός κττ.

Σημασιολογία

1)Βδέλλα Στερελλ. (Αἰτωλ.): Φρ. Μ᾿ ἔ᾿ πιˬασμένουν τ᾿ ἀβδέ᾿ (εἶμαι ὠργισμένος). 2)Μικρὸς καὶ μήπω ὡριμάσας λοβὸς φασηόλου (ἐκ τῆς ὁμοιότητος τοῦ σχήματος) Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ἐδιˬάης καὶ μάζωξες ὅλα τ᾿ ἀβιδέλλιˬα κ᾿ ἤφερές μου τα νὰ τὰ μαερέψω (ἐπῆγες καὶ ἐμάζεψες κτλ.) 3)Σιδηροῦν ἔλασμα πρὸς σύνδεσιν ξυλίνων πραγμάτων Παξ. Συνών. ἀβδέλλα 1β.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/