ἀγάνωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγάνωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγάνωτος ἐπίθ. (II) Παξ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. γανώνω (II).
Σημασιολογία
Ὁ μὴ γανωμένος, ὁ μὴ φέρων γανιές, ἤτοι ρύπους αἰθάλης, ὁ μὴ μουτζουρωμένος ἔνθ᾿ ἀν.: Ἐμένα τὸ πρόσωπό μου δὲν ἔχει γανιˬές, εἶναι ἀγάνωτο ὣς τὰ σήμερα (λέγεται ὑπὸ τοῦ ἠθικῶς ἀσπίλου) Παξ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA