ἀγίλιν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγίλιν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγίλιν τό, Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀγίλι Θρᾴκ. ἀγέιλι Θρᾴκ. ἀγίλ᾿ Θρᾴκ. (Κομοτ. Σηλυβρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. aǧil. Ὁ τύπ. ἀγέιλι ἐκ παρετυμ. πρὸς τὸ ἀγέλη.
Σημασιολογία
1)Μάνδρα Θρᾴκ. (Κομοτ.) Λυκ. (Λιβλυσσ.) 2)Μέρος, ἔνθα διέρχονται τὸν χειμῶνα τὰ ζῷα Θρᾴκ. (Σηλυβρ. κ.ἀ.) Συνών. χειμαδε͜ιό.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA