Ἁγιˬονορείτικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

Ἁγιˬονορείτικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

Ἁγιˬονορείτικος ἐπίθ. Ἀθῆν. Κρήτ. Σῦρ. (Ἑρμούπ.) Χίος κ.ἀ. Ἁγιˬουνουρείτ᾿κους Λέσβ. κ.ἀ. Ἁινορείτικος Σύμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. Ἁγιˬονορείτης.

Σημασιολογία

Ὁ προερχόμενος ἐξ Ἁγίου Ὄρους ἢ ὁ ἀνήκων εἰς τὸ Ἄγιο Ὄρος ἔνθ᾿ ἀν.: Ἁγιˬονορείτικα κάρβουνα-φουντούκιˬα Ἀθῆν. Ἁγιˬονορείτικα σῦκα (οὕτω καλεῖται εἶδος σύκων, τὰ ὁποῖα εἶναι μεγάλα, λευκόφαια ἐξωτερικῶς καὶ ἐρυθρὰ ἐσωτερικῶς) Ἑρμούπ. Ἁγιˬουνουρείτ᾿᾿ σκούφιˬα Λέσβ. Ἁγιˬουνουρείτ᾿κα κουbουλόγιˬα αὐτόθ. Ἁγιˬονορείτικο μετόχι (ἀγροτικὸν κτῆμα μετὰ ναΐσκου) Χίος || ᾎσμ. Ἂς μᾶσε φέρνουν καὶ κρασὶ ᾿ς σ᾿ Ἁγιˬονορείτικο φλασκὶ Κρήτ. Συνών. Ἁγιˬορείτικος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/