ἀγιˬουτάρω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγιˬουτάρω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀγιˬουτάρω Ζάκ. Θήρ. Κάρπ. Κρήτ. Μέγαρ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λακων. Σουδεν. κ.ἀ.) Σίφν. κ.ἀ. ἀγιˬουτάρου Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Σκόπ. κ.ἀ. ἀγιˬουταρίζω Πελοπν. (Λακων.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. aiutare=βοηθῶ. Τὸ ἀγιˬουταρίζω ἐκ τοῦ ἀορ. ἀγιˬουτάρισα.

Σημασιολογία

1)Μετβ. βοηθῶ, ὑποστηρίζω, ἐνισχύω Ζάκ. Θήρ. Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Κρήτ. Μέγαρ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. κ.ἀ.) Σίφν. Σκόπ. κ.ἀ.:Τὸν ἀγιˬούταρενε τὸ χαρτὶ (τὸν εὐνόησε τὸ χαρτί. Φρ. τοῦ χαρτοπαιγνίου) Κρήτ. Τὸν ἀγιˬουτάραμε λιγάκι Καλάβρυτ. Πήγαμε ν᾿ ἀγιˬουτάρωμε τὴν ἄρρωστη νὰ σηκωθῇ, ἀμμὴ δὲ bορέκαμε (ἠμπορέσαμεν) Μέγαρ. Συνών. ἀγιˬουτεύω, ἀιδάρω. 2)Δίδω θάρρος, παραθαρρύνω Κάρπ. Πελοπν. (Λακων. κ.ἀ.) 3)Ἀμτβ. εὐδοκιμῶ πολύ, πολλαπλασιάζομαι, ἐπὶ δημητριακῶν καρπῶν Πελοπν. (Σουδεν.):Εἶναι καλὸ τὸ βλαχόσταρο, ἀμμ᾿ δὲν ἀγιˬουτάρει. Πβ. ἀβγατίζω Α1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/