ἀγκαθιˬάζω (I)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκαθιˬάζω (I)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγκαθιˬάζω (I )ἀμάρτ. ἀgαθιˬάζω Κρήτ. Νάξ. κ.ἀ. ἀχαντζω Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγκάθι, παρ᾿ ὃ καὶ ἀχάντιν, ὅθεν τὸ ἀχαντζω.
Σημασιολογία
1)Νύσσω, κεντῶ δι᾿ ἀκάνθης Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.):Ἐπέρεν ἕναν ἀχάντ᾿ κ᾿ ἐχαντίασεν ἀτον Τραπ. Χαλδ. Τὰ γέν σ᾿ ἐχαντσανε με (τὰ γένεια σου μὲ ἐκέντησαν) Κερασ. Ἐπάτεσα ἀπάν᾿ ᾿ς σ᾿ ἀχάντ κ᾿ ἐχαντγα (ἐπάτησα ἐπὶ τῶν ἀκανθῶν καὶ ἐκεντήθην) Τραπ. Χαλδ. 2)Περιβάλλω τι δι᾿ ἀκανθῶν, δι᾿ ἀκανθώδους φράκτου Πόντ. (Κοτύωρ. Ὄφ. κ.ἀ.):Ἀχαντζω τὸ κεπὶν (κεπὶν=κῆπος) Κοτύωρ. Ἐχαντσα τὸ τεράσ᾿ νὰ μὴ βγαίνουνε τὰ γαρδέλλ ταὶ τρώγουνε τὰ τεράσα (περιέφραξα δι᾿ ἀκανθῶν τὴν κερασέαν διὰ νὰ μὴ ἀναβοῦν τὰ παιδία καὶ τρώγουν τὰ κεράσια) Ὄφ. 3)Πληροῦμαι ἀκανθῶν Κρήτ. Νάξ. κ.ἀ.: Ἀgαθιˬάζει τὸ χωράφι Κρήτ. Ἀgαθιˬασμένος τόπος αὐτόθ. Δὲ bόρεσα νὰ δουλέψω τὸ χωράφι, γιˬατί ᾿τονε ἀgαθιˬασμένο Νάξ. Πβ. ἀγκαθίζω, ἀγκαθώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA