ἀγκωνεˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγκωνεˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀγκωνεˬὰ ἡ, ἀμάρτ. ἀγκουνεˬὰ ΚΘεοτοκ. Καραβέλ. 128 ἀgουνεˬὰ Σάμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀγκών.

Σημασιολογία

Πλῆγμα διὰ τοῦ ἀγκῶνος ἔνθ᾿ ἀν.: Ἐπροσπαθοῦσε νὰ τοῦ δίνῃ κατάστηθα ἀγκουνεˬὲς ΚΘεοτόκ. ἔνθ᾿ἀν. Πβ. ἀγκωνιˬάζω (II).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/