ἀγκωνίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγκωνίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀγκωνίζω Λεξ. Κομ. ἀγκουνίζου Μακεδ. (Σισάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγκῶνας. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.

Σημασιολογία

Ὠθῶ, κτυπῶ διὰ τοῦ ἀγκῶνος ἔνθ᾿ ἀν.: Μὴ μ᾿ ἀγκουνίῃς Σισάν. Τί ἀγκουνίζιστι οὑ ἕνας μὲ τοὺν ἄλλουν; αὐτόθ. Ἀγκουνίζουνταν πο͜ιὸς κὶ πο͜ιὸς νὰ καθίσ᾿ κουντύτιρα ᾿ς τοὺ σουφρᾶ αὐτόθ. Συνών. ἀγκωνιˬάζω (ΙΙ) 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/