ἀγναντίζω (ΙΙ)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγναντίζω (ΙΙ)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγναντίζω (II)Δαρδαν. (Ὀφρύν.) Θρᾴκ. (Σάκκ.) ἀγναdίζω Κρήτ. ἀγναdίζου Θρᾴκ. Ἴμβρ. Σαμοθρ. ἀγναντίζω Κύπρ. Μεγίστ. ἀγναdῶ Καππ. (Σίλατ.) ἀγνατοῦ Λυκ. (Λιβύσσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. aǧnadim διαλεκτ. ἀορ. τοῦ ρ. anlamak.
Σημασιολογία
1)Ἐννοῶ, καταλαμβάνω ἔνθ᾿ ἀν.: Ἔνι ξιˬουκέφαλους κὶ δὲν ἀγναdίζ᾿ τὶ dοὺν λέγου (εἶναι ξεροκέφαλος καὶ δὲν ἐννοεῖ τί τοῦ λέγω) Σαμοθρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγναεύω. 2)Μετβ. κάμνω τινὰ νὰ ἐννοήσῃ Θρᾴκ. (Σάκκ.) Σαμοθρ.: Δὲ bουλιˬῶ ν᾿ ἀγναdίσου τοὺ χάλι μ᾿ (δὲν δύναμαι νὰ παραστήσω τὴν κατάστασίν μου) Σαμοθρ. Ἂν μὲ τ᾿ ἀγνάντιζες, θὰ τὸ ἔκαμνα Σάκκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA