ἀγνὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγνὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀγνὸς ἐπίθ. Κεφαλλ. Κρήτ. Κύθηρ. κ.ἀ. ἀγνὺς Κρήτ.

Ετυμολογία

Πιθανῶς ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἀγανὸς κατὰ τὸν νόμον τοῦ PKretschmer ἐν Glotta 1(1909) 36 κἑξ. Ἀγανὰ κατὰ PBelon ἐκαλοῦντο ὑπὸ τῶν χυδαίων ὄστρεά τινα τρίδακνα ὀνομαζόμενα. Ἰδ. Κόρ. ἐν ἐκδ. Ξενοκρ. Κ. Γαλην. 144. Ἐπειδὴ ἡ σὰρξ τῶν ὀστρέων καὶ μαλακίων εἶναι μαλακή, ὠνομάσθησαν ταῦτα ἀγανὰ καθὰ ὑπὸ τῶν ἀρχαίων μαλάκια. Πβ. Πίνδ. Πυθ. 2,8 «ἀγαναῖσιν ἐν | χερσὶ» καὶ Σουΐδ. ἐν λ. ἄγανον «ἀγανὸς…κηρός». Ὁ τύπ. ἁγνὺς κατὰ τὰ εἰς -ὺς ἐπίθετα, καθὰ μακρὸς- μακρὺς κττ.

Σημασιολογία

1)Ἁπαλός, μαλακός, τρυφερός, ἰδίᾳ ἐπὶ τοῦ δέρματος τοῦ νηπίου, τῶν νεαρῶν βλαστῶν, τῶν ἀνθέων κττ. Κρήτ.: Ἀγνὰ ᾿ν᾿ τὰ χέριˬα σου. 2)Οὐδ. πληθ. ἀγνὰ ὡς οὐσ., τὰ μαλάκια Κρήτ. Κύθηρ. Συνών. ἀγνικά. 3)Ἐπὶ ἰχθύος, ὁ ἄνευ λεπίων Κεφαλλ.: Ἡ παλαμύδα εἶναι ἀγνό.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/