ἀγουρίδης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγουρίδης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀγουρίδης ὁ, ἀμάρτ. ἀουρίδης Κάρπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. οὔσ. ἀγουρίδι παρὰ τὸ ἄγουρος.
Σημασιολογία
Νέος: ᾎσμ. Καλή σ᾿ ἑσπέρα λυγερή.- Καλῶς τὸν ἀουρίδην. Πῶς νὰ γερτῶ, ἀουρίδη μου, ἀποὺ τὴν ἀγκαλεˬά σου; Συνών. ἀγουρίτης, ἀγουρίτσης 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA