ἀγουροφαίνομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγουροφαίνομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀγουροφαίνομαι ἀμάρτ. ἀgουροφαίνομαι Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ὀν. ἄγουρος καὶ τοῦ ρ. φαίνομαι.

Σημασιολογία

Φαίνομαι ἄωρος, ὄξινος, δυσάρεστος:Μὴ σ᾿ ἀgουροφαίνεται (συνών. φρ. μὴ σοῦ κακοφαίνεται). Ἀγουροφάνηκέ dου τοῦ πατέρα μου. Πβ. ξινοφαίνομαι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/