ἀγριμικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριμικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀγριμικὸς ἐπίθ. Κρήτ. ἀγριμ’κὸς Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ἀγριμικὸ τό, Θρᾴκ. (Ἀρκαδιούπ.) Μακεδ. (Κοζ.) Πελοπν. (Λάκων. Μάν.) ’γριμικὸ Ζάκ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀγρίμι.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἀνήκων εἰς τὴν αἴγαγρον, ὁ προερχόμενος ἐκ τῆς αἰγάγρου Κρήτ.: Ἔσυρα τριάντα ὀργυ͜ιὲς ἀγριμικὸ λουρὶ (ἐκ τοῦ δέρματος τῆς αἰγάγρου ἔκοψα λωρίδα μήκους τριάκοντα ὀργυιῶν). 2) Τὸ οὐδ. ὡς οὐσ., ἀγρίμι 1, ὃ ἰδ. Ζάκ. Θρᾴκ. (Ἀρκαδιούπ.) Μακεδ. (Κοζ.) Πελοπν. (Λάκων. Μάν.): Ἀπ’ ὅλα τ’ ἀγριμικὰ βρίσκονται ’ς τὸ ὀρμάν’ (δάσος) Ἀρκαδιούπ. || Γνωμ. Ὁ πουλλολόγος πούπουλα κιˬ ὁ ψαρᾶς χλέπιˬα κιˬ ὅπου κυνηγάει τ’ ἀγριμικὰ ’ψία ξεπολυσία (ὅ κυνηγὸς τῶν πτηνῶν ὡς κέρδος ἔχει τὰ πτερά των, ὁ ἁλιεὺς τὰ λέπιά των καὶ ὁ κυνηγὸς τῶν ἀγριμίων τὴν παντελῆ ἀνυποδησίαν του) Λάκων. || ᾎσμ. Νά σε φυτέψω ’ς τὸ βουνό, | σκιˬάζομαι γιˬὰ τ’ ἀγριμικό, νά σε φυτέψω ’ς τὸ γιˬαλό, | σκιˬάζομαι γιˬὰ τ’ ἀγριˬόψαρο (σκιˬάζομαι=φοβοῦμαι) Μάν. β) Ὁ χοῖρος κατ’ εὐφημισμ. Ζάκ. Μακεδ. (Κοζ.) γ) Ἔρημος οἰκία Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.): Ἄς πάγω, μωρή, νὰ ’δῶ τὸ σπίτ’ μου, νὰ ’δῶ τ’ ἀγριμ’κό μ’. Πβ. ρημάδι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/