ἀγριοσάλαγος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριοσάλαγος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀγριοσάλαγος ὁ, ἀμάρτ. ἀγριατσάλαχος Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. σάλαγος
Σημασιολογία
Μέγας ψόφος, θόρυβος: Ὅλη νύχτ᾿ ἀπόψ’ ἔκουα πάνω ᾿ς τὴ gάμαρά μας ἕναν ἀγριατσάλαχο καὶ μὲ διˬάηκε ρεπετίδι (ἐφοβήθην σφόδρα).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA