ἀδκευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδκευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀδκευτος ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *δσκευτὸς<δκεύω.
Σημασιολογία
1) Ἀδίδακτος, ὁ μὴ εὐτυχήσας νὰ ἀκούσῃ διδαχῆς τινος Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) Συνών. ἀδασκάλευτος 1. 2) Ὁ μὴ καθοδηγηθείς, ὁ μὴ κατηχηθεὶς καταλλήλως πρός τι Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.): Ἀδκευτο ἔνι τὸ παιδὶ Οἰν. Ἐπῆεν νὰ μαρτυρῇ, ἄμα ἀδκευτος ἔτον Χαλδ. Συνών. ἀδασκάλευτος 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA