ἀδιάκοπος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδιάκοπος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀδιάκοπος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ. ἀδιˬάκουπους Ἤπ. (Χουλιαρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀδιάκοπος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ διακοπτόμενος, συνεχὴς ἔνθ’ ἀν.: Βροχὴ ἀδιάκοπη σύνηθ. Ἀδιˬάκουπου χιˬό’ πέφτ’ Χουλιαρ. Κακὸν κιρὸ ἀδιˬάκουπου ἔχουμι Αἰτωλ. 2) Ὁ ἀδιακόπως ὁμιλῶν, εὔγλωττος Ἤπ. (Χουλιαρ.): Ἀδιˬάκουπ᾿ γλῶσσα. 3) Ὁ συνεχῶς βαδίζων Ἤπ. (Χουλιαρ.): Τοῦ τοὺ λέει τοὺ πουδάρ’ κ᾿ εἶνι ἀδιˬάκουπους (τοῦ τοὺ λέει τοὺ πουδάρ=ἀντέχουν τὰ ποδάρια του).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA