ἀθασιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀθασιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀθασιˬὰ ἡ, ἀμάρτ. ἀθαιˬὰ Κύπρ. ἀχαιˬὰ Κύπρ. ἀσ-σασιˬὰ Λυκ. (Λιβύσσ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀθασία.

Σημασιολογία

᾽Αμυγδαλῆ ἔνθ᾽. ἀν.: Ἡ ἀθαιˬά μας ᾽ἐν ἔκαμεν ’φέτι πολλὰ ἀθάιˬα Κύπρ. || ᾎσμ. ᾽Αθ-θῆσαν οὕλλα τὰ δεντρὰ τ’ ἡ ἀθαιˬὰ τ’ ἀθάσιν αὐτόθ. Ἡ ἀθαιˬὰ τῆς ᾿Αιὲς ἄν ἔ’ ἀθάιˬ᾿ ἄς ἔῃ (καθαρογλώσσ.) αὐτόθ. Ὑπὸ τὸν τύπ. Αθαιˬὲς καὶ τοπων. Κύπρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/