ἀθέρμαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀθέρμαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀθέρμαστος ἐπιθ. Παξ. ἀθέρμαστους Μακεδ. ἀθέρμαγος Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *θερμαστὸς < θερμαίνω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ περιχυθεὶς διὰ ζέοντος ὕδατος, συνήθως ἐπὶ ἐλαιῶν, αἵτινες ἐκθλιβόμεναι πρὸς ἐξαγωγὴν τοῦ ἐλαίου δὲν περιεχύθησαν μὲ ζέον ὕδωρ Πελοπν. (Λακων.) Συνών. ἀθέρμιστος 2, ἄθερμος 1. 2) Ὁ μὴ καταληφθεὶς ὑπὸ πυρετοῦ, θέρμης Μακεδ. Παξ.: Ἐπέρασε τὴ νύχτα ἀθέρμαστος Παξ. Συνών. ἀπύρετος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA