ἆθλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἆθλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἆθλο τό, λόγ. πολλαχ. ἆθρο Σύμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἆθλον.
Σημασιολογία
1) Συνήθως κατὰ πληθ. εἰρων., κατορθώματα, πράξεις ἐπίμεμπτοι ἔνθ᾽ ἀν.: Ἔγνο͜ια σου ἔμαθα τὰ ἆθλα σου καὶ θὰ σὲ συγυρίσω! Κεφαλλ. Μωρέ, αὐτοῦ τὰ ἆθρα του εἶναι μεάλα! Σύμ. 2) ᾿Εγκαταστάσεις Σύμ.: Ἄτου μέσα ᾽ναιν ἆθρα μεάλα (ἐν ἐργοστασίῳ, ἔνθα ὑπάρχουν μεγάλαι ἐγκαταστάσεις μηχανημάτων).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA