αἱματόξυλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αἱματόξυλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
αἱματόξυλο τό, ἀμάρτ. ’ματάξυλο Θρᾴκ. (Κομοτ.) - Λεξ. Περίδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. αἷμα καὶ ξύλο.
Σημασιολογία
Τὸ καμπεχιανὸν ξύλον τῆς βαφικῆς ἐκ τοῦ δένδρου αἱματοξύλου τοῦ καμπεχιανοῦ (haematoxylon campechianum) τῆς οἰκογενείας τῶν ἐλλοβοκάρπων (leguminosae).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA