ἀκανάκευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκανάκευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκανάκευτος ἐπίθ. ἐνιαχ. καὶ Πόντ. (Οἰν.) ἀκανάκιφτους Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *κανακευτὸς < κανακεύω.
Σημασιολογία
Ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον δὲν ἑκανάκευσαν, ὁ μὴ τυχνὼν θωπείας. Συνών. ἀχάιδευτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA