ἀκατέβατος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκατέβατος
Τύπος
Λήμμα
Τυπολογία
ἀκατέβατος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Χαλδ.) ἀκατήβατος Σύμ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
ἀκατέβατος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Χαλδ.) ἀκατήβατος Σύμ. κ.ἀ.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ καταβὰς ἢ ὁ μὴ καταβιβασθεὶς κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.): Γέρασε κ’ εἶναι ἀκατέβατος ’ς τὸν κάμπο πολλαχ. 2) ᾽Επὶ τιμήματος, ὁ μὴ ἐπιδεχόμενος μείωσιν, ἔκπτωσιν κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.): Ζητάει χίλιˬες δραχμὲς ἀκατέβατες σύνηθ. ᾽Επῆρεν μου πέντε λίρες ἀκατέβατες Κύπρ. β) Οὐδ. τὸ ἀκατέβατον ἐπιρρηματ., ἄνευ ἐκπτώσεως τοῦ τιμήματος, κατ᾿ ἐλάχιστον ὅριον Πόντ. (Οἰν. Χαλδ.): Κωστίζει δύο λίρες τὸ ἀκατέβατον Οἰν. (συνών. φρ. τὸ τελευταῖο). Συνών. ἀκατέβατα. 3) Ἐκεῖνος εἰς τὸν ὁποῖον δὲν δύναταί τις νὰ καταβῇ παρακάτω Σύμ.: Φοῦρνος ἀκατήβατος (κλίβανος ἐλαττωματικός, ὥστε οἱ ἄρτοι καὶ τὰ τοιαῦτα ψήνονται μόνον εἰς τὸ κάτω μέρος). β) Ἐκεῖνος ἐκ τοῦ ὁποίου δὲν δύναταί τις νὰ καταβῇ Πόντ. (Χαλδ.): Κρεμὸς ἀκατέβατος (κρεμὸς = κρημνός).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA