ἀκοὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκοὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀκοὴ ἡ, σύνηθ. καὶ Πόντ. (’Αμισ. Κερασ. Κοτύωρ Οἰν. Ὄφ. Σαντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀκόη Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀκογὴ Ποντ. (Κερασ. Χαλδ.) Χίος κ.ἀ. ἀκουὴ σύνηθ. ἀκογὴ Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Χίος κ.ἀ. ἀκ’γὴ Θρᾴκ. (Μάδυτ. κ.ἀ.) Κυδων. Λέσβ. ἀκούη Ρόδ. ἀκοὰ Πελοπν. (Μάν.) ἀκουὰ Κεφαλλ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀκοή. Οἱ τύπ. ἀκογὴ καὶ ἀκουγὴ κατ᾽ ἀνάπτυξιν συνοδίτου φθόγγου. Ὁ τύπ. ἀκ’γὴ ἐκ τοῦ ἀκουγή. Οἱ τύπ. ἀκόη καὶ ἀκούη παροξύνονται ἀναλογικῶς κατὰ τὸ πλάτη, μύτι κττ. ᾽Ιδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,555. Ὁ τύπ. ἀκουὰ εἶναι Δωρικός. ᾽Ιδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,72.
Σημασιολογία
1) Ἡ δύναμις, ἡ αἴσθησις τοῦ ἀκούειν κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (’Αμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): ’Ακοὴ πὄχει! πολλαχ. Ἔχει καλὴν ἀκουὴ Σίφν. Σύμ. Χάνω τὴν ἀκοή μου (παθαίνω κώφωσιν) Κεφαλλ. Κρήτ Σίφν. κ.ἀ. ᾽Εχάσεν τὴν ἀκοήν ἀτ’ Τραπ. Χαλδ. Ἔπαθένε ἡ ἀκοή μου, κουφάθηκα Κύθν. Παίρνω τὴν ἀκοὴ (καθιστῶ τινα κωφὸν) Ζάκ. Κεφαλλ. Κρήτ. κ.ἀ. Οἱ νεράιδες τοῦ πήρανε τὴν ἀκοὴ (πβ. παίρνω τ᾿ ἀφτιˬὰ) Κρήτ. Ποῦ νά ’βγῃ ἡ ἀκοή σου! (νὰ χάσῃς τὴν ἀκοήν σου!) Ἰων. (Κρήν.) || Ποίημ. Μὲ βρυχίσματα σαλεύει | ποῦ τρομάζει ἡ ἀκοὴ (τρέμει τις ἀκούων) ΔΣολωμ. 26. Ἤδη παρ᾽ Ὁμ. Π 634 «ὀρυμαγδὸς ὄρωρεν | οὔρεος ἐν βήσσῃς, ἕκαθεν δέ τε γίνετ᾽ ἀκουή» καὶ Θουκ. 7,70,6 «ἔκπληξίν τε ἅμα καὶ ἀποστέρησιν τῆς ἀκοῆς. 2) Ἐκεῖνο ὅπερ ἀκούομεν, ἡ φήμη περί τινος Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κάρυστ. Κονίστρ.) Θήρ. Κάρπ. Κάσ. Κυδων. Κύπρ. Μεγίστ. Νάξ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) Ρόδ. Στερελλ. (Ἄμφισσ.) Χίος Συμ: ᾿Εσύ ἔχεις τὴν ἀκοὴ πῶς εἶσαι καλὸς Θήρ. Ἦβγεν του κακὴ ἀκοὴ (ἐδυσφημήθη) Σύμ. Δὲν ἔχει καλὴ ἀκουὴ Κάρυστ. Ἤβγι--ἡ ἀκ’γή σ᾿ ᾿ς οὕλου τοὺν κόσμου (ἔγινες διαβόητος) Κυδων. Ἔν’ καλὴ ἡ ἀκουή σου Κύπρ. Ποῦ δὲν ἐντρέπεται καλοπερνᾷ, μ᾽ ἔχει κακὴν ἀκουὴν Κάρπ. Τὸν ἐτραυίξασι καὶ τὸν ἐρρίξασιν κάτω ἀφ᾿ τὸν κρεμὸν καὶ δὲν ἐπόμεινεν μηδ᾿ ἡ ἀκουγή του (οὐδὲν ἠκούσθη περὶ αὐτοῦ) Χίος || Παροιμ. Ὁ λύκος ἔχει τὴν ἀκουὴ τσ᾽ ἡ ἀλεποῦ τρώει τ᾿ ἀρνὶ (ὅτι ἡ φήμη περὶ τῆς ἀρετῆς ἢ κακίας τινὸς καλύπτει τὴν ἀντίθετον πραγματικότητα) Αὐλωνάρ. Ὁ Μὰις ἔχει τὴν ἀκοὴ κιˬ ὁ Θεριστὴς τὴν πεῖνα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) ἀγν. τόπ. Καλὴ ἀκοὴ ᾿ς τὸ θεριστή, μὴ σπείρῃ, μὴ θερίσῃ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Σύμ. Τῶν ἀρχόdω dὰ παιδιˬὰ μὲ τὴν ἀκουὴ παdρεύγουdαι ’Απύρανθ. || ᾌσμ. Μάννα μου, δέντρον πὄπεσε, μάνα μου, τσυπαρίσσι τσ᾿ ἑ ἀκουή του θ᾿ ἀκουστῇ ᾽ς Ἀνατολή, σὲ Δύσι Μεγίστ. Ἔ, Παναγιώτα γνωστικε͜ιά, | ἔβγαλες νάμι κι ἀκοὰ ’ς τὰ μέρη τὰ προσηλιακὰ (νάμι = ὄνομα φημισμένον) Μάν. Κ’ ἔγινε μέγας ἀρχηγός, | ἔβγαλε νάμι κιˬ ἀκοὴ Πελοπν. (Λακων.) Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Θουκ. 1,4 «Μίνως γὰρ παλαίτατος ὧν ἀκοῇ ἴσμεν». Καὶ μεταγν. Πβ. Κ.Δ. (Ματθ. Εὐαγγ. 4,24) «καὶ ἀπῆλθεν ἡ ἀκοὴ αὐτοῦ εἰς ὅλην τὴν Συρίαν., αὐτόθ. 14,1 «ἐν ἐκείνῳ τῷ καιρῷ ἤκουσεν Ἡρώδης ὁ τετράρχης τὴν ἀκοὴν Ἰησοῦ». Συνών. ἄκουσμα, ὄνομα. 3) Ὀνομασία, κλῆσις, ὄνομα σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.): Τὴν ἀκουὴ τὴν ξέρω, ἀλλὰ τί πρᾶμα εἶναι δὲν τὸ ξέρω (οἷον τῆς μπανάνας) σύνηθ. Μετὰ τῶν προθ. ἀπὸ καὶ ἐκ μετὰ γενικ. ἢ καθ᾿ ἁπλῆν γενικ. συνήθως μετὰ τοῦ ρ. ἔχω (δηλ. μανθάνω τι, γνωρίζω τι μόνον κατ᾿ ὄνομα παρ’ ἄλλων ἀκούσας, οὐχὶ αὐτὸς ἰδὼν) πολλαχ.: ᾽Απ᾿ ἀκουῆς τό ’χω Λακων. Εἶδες τὸ βασιλέα; - ᾽Απ᾿ ἀκουῆς τό ’χω αὐτόθ. ᾽Απ᾽ ἀκ’γῆς ἢ ἀκ’γῆς τό ’χου Λὲσβ. ᾽Ξ ἀκουῆς Εὔβ. (Κονίστρ.) Μακεδ. (Καταφύγ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ᾽Ξ ἀκουῆς ἤξιραν οἱ γουνέοι μας οὕλα αὐτεῖνα πῶς δὰ γέν’νι Αἰτωλ. ᾽Ξ ἀκουῆς μου Κονίστρ. Τό ’χω ἀκουῆς Ἄνδρ. Ἔχω ἀκουγῆς πῶς τὸν πῆγαν ᾿ς τὴν Πόλι Θρᾴκ. (Γανόχ.). Καὶ κατ᾿ αἰτιατ. ὡς κατηγορούμενον τοῦ ἀντικειμένου Θράκ. Κερασ. Χαλδ.: Ἀκοὴ τό 'χω Θρᾴκ. ᾿Ακοὴν ἄς ἔγῃς ἀτο (μάθε το παρ’ ἐμοῦ) Κερασ. Χαλδ. || Παροιμ. ᾿Απ᾽ ἀκουῆς ἀλέθ’ ὁ' μύλος (ὅτι καθὼς ὁ θόρυβος τοῦ μύλου πείθει πάντα ὅτι δὲν ἀργεῖ καὶ δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ μάθῃ τοῦτο δι᾿ αὐτοψίας, οὕτω καὶ τοὺς ἀνθρώπους τιμῶμεν κατὰ τὴν ἀγαθὴν αὐτῶν φήμην χωρὶς νὰ εἶναι ἀνάγκη ἡμεῖς αὐτοὶ νὰ λάβωμεν πεῖραν τῆς ἀρετῆς των) Νὰξ. (Γαλανάδ.) κ.ἀ. Ἡ χρῆσις ἤδη ἀρχ. Πβ. Πλάτ. Φαίδ. 61d «κἀγὼ ἐξ ἀκοῆς περὶ αὐτῶν λέγω» καὶ Θεαίτ. 201b «ἐξ ἀκοῆς κρίνοντες». Συνών. ἀκουστά. 4) Τὸ δι᾿ οὗ ἀκούομεν, τὸ οὖς Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Κεφαλλ. Κρήτ. Μέγαρ. Μύκ. Νάξ. (᾽Απύρανθ. Κορων.) Ρόδ.: Ἦμπε μέσ᾿ ’ς τὴν ἀκοή μου τὸ νερὸ Ρόδ. Τοῦ φ’τεύω τσεροπάνν’ μέσ᾿ ’ς τὴν ἀκουὴ Μύκ. Βοΐζει ἡ ἀκοή μου Κρήτ. Πονεῖ ἡ ἀκοή μου Μέγαρ. Νάξ. Μοῦ τρώει ἡ ἀκ’γή μ’ Μάδυτ. Μὄσπασες μὲ τὴν πολυλογία σου τὴν ἀκουὰ Κεφαλλ. Ἡ φωνή του τρυπάει τὴν ἀκουὰ αὐτόθ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Σαπφ. 2,12 «ἐπιρρόμβεισι δ᾽ ἄκουαι, ’Αριστοτ. Πολιτ. 1287b,27 «δυοῖν ὄμμασι καὶ δυσὶν ἀκοαῖς κρίνειν». 5) Κρόταφος Λυκ. (Λιβύσσ.) Πόντ. (᾿Αμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): ᾽Εντῶτε με ἀπέσ’ ᾿ς σὴν ἀκοὴ Ὄφ. ᾿Εχτύπεσεν ἀπέσ᾽ ᾽ς σὴν ἀκοὴν κ’ ἐσκότωσεν ἀτον Τραπ. Χαλδ. ’Σ σὴν ἀκοή μ᾽ ἐκόντεψεν νὰ ἔρται ἡ πέτρα ντὸ ἔσυρες Κερασ. 6) Τὸ ἔκκριμα τοῦ ἀκουστικοῦ πόρου τοὺ ὠτός, ἡ κυψελὶς Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Ρόδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA