ἀκοκκίνιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκοκκίνιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκοκκίνιστος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ.) ἀκοκκίνιγος Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. κοκκινιστὸς<κοκκινίζω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ βαφεὶς μὲ κόκκινον χρῶμα, ὁ μὴ κοκκινισθείς: ᾿Ακοκκίνιστα ᾠβγὰ Τραπ. 2) Ὁ μὴ γενόμενος ἐρυθρός, ὁ μὴ ἐρυθριάσας Πόντ. (Τραπ.): Ὁ πρόσωπος ἀτ’ ἀκοκκίνιστον ἐπέμ’νεν (ἔμεινε).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/