ἀκολύμπητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκολύμπητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκολύμπητος ἐπίθ. Λεξ. Λάουνδ. ἀκολύbητος Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. κολυμπητὸς<κολυμπῶ. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ κολυμβήσας. 2) Ὁ μὴ λαβὼν τὸ ἅγιον βάπτισμα, ἀβάπτιστος: ᾽Ακόμη ἔχουσι τὸ κωπέλλι ἀκολύbητο, γιˬατὶ δὲ βρίχνουσι σάdουλο (ἀνάδοχον).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA