ἄκοπα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄκοπα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἄκοπα ἐπίρρ. (Ι) Ἤπ. Μακεδ. (Βογατσ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Λεξ. Περίδ. ἄκουπα Ἤπ. (Ζαγόρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀνέκοπα Κυκλ. (Θήρ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄκοπος (Ι).

Σημασιολογία

᾽Αδιακόπως, ἀδιαλείπτως, συχνὰ ἔνθ᾽ ἀν.: Ἄκοπα τρώς καὶ ποτὲ δὲ λές χόρτασα Βογατσ. Ἄκουπα σένα θὰ κρένου; ᾿΄Ηπ. Ἄκουπα βρέ’ τώρα, τοὺ πῆρι γραμμὴ Αἰτωλ. Πααίνου ἄκουπα ᾿ς τὴ μάννα μ᾿ αὐτόθ. Ἄκοπα ἀρρωσταίνω Καλάβρυτ. Ἔρχεται ἄκοπα ᾿ς τὸ σπίτι μου Ἤπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/