ἀκριβάνθρωπος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκριβάνθρωπος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀκριβάνθρωπος ὁ, Πελοπν (Λακων.) ’κριβάνθρωπος Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀκριβὸς καὶ τοῦ οὐσ. ἄνθρωπος.
Σημασιολογία
Φιλάργυρος ἔνθ’ ἀν. : Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος-ὁ bακάλης εἶναι ἀκριβάνθρωπος Λακων. Συνών. ἀκριβοκαμένος ἀκριβοκόπος, ἀκριβός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA