ἀκρινὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκρινὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκρινὸς ἐπίθ. Δαρδαν. Ζάκ. Ἤπ. Θεσσ Θράκ. Κρήτ. Πελοπν. (᾿Αρκαδ. Κορινθ. Μάν.) κ. ἀ. -Λεξ. ᾿Ηπίτ. Βλαστ. ἀκρινέ Τσακων. ἀκρ’νός Θράκ. (᾿Αδριανούπ.) Στερελλ. (’Αγρίν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄκρα καὶ τῆς παραγωγικῆς κατὰ -ινός. Ἡ λ. καὶ παρὰ Δουκ.

Σημασιολογία

1) ᾿Ακριναῖος, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν. : Παραθύρι ἀκρινὰ Ἤπ. Πιτε͜ιέτ’ ἀπ᾿ τὴν ἀκρ’νὴ πουρτουπούλλα ᾿Αγρίν. 2) Ὁ κατοικῶν ἐν τῇ ἄκρᾳ τοῦ χωρίου ἢ πόλεως, συνήθως σκωπτικῶς Θεσσ. : Αὐτὴ εἶναι ἀκρινὴ. Συνών. ἀκριώτης. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. ᾿Ακρινός καὶ ὡς τοπων. Στερελλ κ. ἀ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/