ἀκταρdίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκταρdίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀκταρdίζω Μεγίστ. ἀκταρdίζου Θρᾴκ. (Κομοτ.) Μακεδ. (Πάγγ.) ἀκτααdίζου Σαμοθρ. ’χταρdίτζω Σύμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. aktarmak.
Σημασιολογία
1)Μεταφέρω, μετακομίζω τι ἀπὸ ἓν μέρος εἰς ἄλλο Μεγίστ. Σαμοθρ.: Ἀπ’ τοὺ γένα τοὺ παbόρ’ μᾶς ἀκτααdίσαν σὶ γένα ἄλλου (γένα=ἕνα) Σαμοθρ. β)Ἀναστρέφω ἀγγεῖον καὶ χύνω τὸ περιεχόμενον ὑγρὸν Θρᾴκ. (Κομοτ.) γ)Ἀναστρέφω πράγματα, ἀνακατώνω Θρᾴκ. (Κομοτ.) Μακεδ. (Πάγγ.): Ἀκτάρd’σα οὕλα μ’ τὰ χαρτιˬὰ Πάγγ. Συνών. φρ. κάνω ἄνω κάτω. 2)Σκάπτω βαθέως, ἐπὶ γῆς Σύμ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA