ἀλαβερσάδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλαβερσάδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀλαβερσάδα ἡ, Σῦρ (Ἑρμούπ.)

Ετυμολογία

Ἀγνώστου ἐτύμου.

Σημασιολογία

Ἡ κυρτότης τοῦ πλοίου περὶ τὸ μέσον: Κάνει ἀλαβερσάδα τὸ καράβι. Συνών. φρ. κάνει ξεστρέμματα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/